κινναβαρινος

κινναβαρινος
    κινναβάρινος
    κιννᾰβάρινος
    3
    цвета киновари, ярко-красный, алый
    

(χρῶμα Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κινναβαρινος" в других словарях:

  • κινναβάρινος — η, ο (Α κινναβάρινος, ίνη, ον) [κιννάβαρι] αυτός που έχει το χρώμα τού κινναβάρεως, ο ερυθρός νεοελλ. ο βαμμένος με κιννάβαρι …   Dictionary of Greek

  • κινναβαρίνων — κινναβάρινος like cinnabar fem gen pl κινναβάρινος like cinnabar masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινναβάρινον — κινναβάρινος like cinnabar masc acc sg κινναβάρινος like cinnabar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακάρεα — (acari). Τάξη αραχνιδίων με κεφαλοθώρακα που δεν διαχωρίζεται από την κοιλιά και με στοματικό σύστημα που φέρει ρύγχος διαμορφωμένο ανάλογα με την τροφή τους. Τα α. που ζουν ελεύθερα τρέφονται με οργανικά υπολείμματα· τα α. που ζουν ως παράσιτα… …   Dictionary of Greek

  • τιγγαβάρινος — ίνη, ον, Μ [τιγγάβαρι] αυτός που είναι κόκκινος σαν το κιννάβαρι, κινναβάρινος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»